- ἀποκρούοντας
- ἀποκρούωbeat offpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… … Dictionary of Greek
νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… … Dictionary of Greek
Βελισάριος — I (Θράκη 505 – Κωνσταντινούπολη 565 μ.Χ.).Στρατηγός του Βυζαντίου. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της πρώτης βυζαντινής περιόδου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως μέλος της φρουράς του Ιουστινιανού και ανέβηκε στους ανώτατους… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι … Dictionary of Greek
Επιστολή Ιούδα — Η τελευταία από τις καθολικές επιστολές της Καινής Διαθήκης. Γράφτηκε στο διάστημα μεταξύ 62 και 70 μ.Χ., από τον Ιούδα, έναν από τους λεγόμενους αδελφούς του Ιησού. Απευθύνεται στους χριστιανούς και τους καλεί να υπερασπίζονται σθεναρά την πίστη … Dictionary of Greek
Κλαύδιος — I Όνομα τριών Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Νέρων Κ. Γερμανικός Καίσαρ. Βλ. λ. Νέρων. 2. Κ. Α’ (Tiberius Claudius Drusus Nero Germanicus, Λιόν 10 π.Χ. – Ρώμη 54 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (41 54 μ.Χ.). Ήταν γιος του Δρούσου του Πρεσβύτερου, ανιψιός… … Dictionary of Greek
Κόρακας, Μιχαήλ — (Πόμπια Κρήτης 1797 – 1889). Αγωνιστής του 1821 και των Κρητικών επαναστάσεων. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Σφακιανών εναντίον του Μουσταφά πασά. Αργότερα, επέστρεψε στα Σφακιά και επικεφαλής 50 αρματολών πολέμησε εναντίον των Τούρκων της… … Dictionary of Greek
Ντιρκέμ, Εμίλ — (Emile Durkheim, Επινάλ 1858 – Παρίσι 1917). Γάλλος κοινωνιολόγος. Υπήρξε ο ιδρυτής της επιθεώρησης L’ Annee sociologique (1896) και δίδαξε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό και στη Σορβόνη. Το έργο του, μαζί με το έργο του Μαξ Βέμπερ,… … Dictionary of Greek